- μαρίμπα
- (marimba). Κρουστό μουσικό όργανο αφρικανικής προέλευσης. Πρόκειται για μια ξύλινη βάση, ορθογωνίου σχήματος, επάνω στην οποία είναι τοποθετημένες 10-20 μικρές πλάκες διαφορετικού μήκους, από σκληρότερο ξύλο. Κάτω από αυτές βρίσκονται μερικές μικρές ωοειδείς κολοκύθες, που, με το χτύπημα δύο μπαγκέτων, δονούνται σε ταυτοφωνία. Οι μικρές αυτές κολοκύθες ενεργούν σαν ηχείο και χαρακτηρίζουν τη μ., διαχωρίζοντάς την από το ξυλόφωνο, με το οποίο συχνά –αλλά εσφαλμένα– συγχέεται. Η μ. με διάφορες ελαφρές παραλλαγές, είναι διαδεδομένη στην Ινδονησία και στη Νότια Αμερική, όπου πιθανολογείται ότι την εισήγαγαν μαύροι σκλάβοι· στη Νότια Αμερική τα ηχεία είναι κατασκευασμένα από ξύλο. Το όργανο χρησιμοποιήθηκε ευρέως σε μεγάλες ορχήστρες, ενώ ο Γάλλος συνθέτης Νταρίς Μιλό έγραψε ένα κονσέρτο για μ.
Dictionary of Greek. 2013.